χρυσομηλίδες

χρυσομηλίδες
και εσφ. τ. χρυσομελίδες, οι, Ν
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomelidae < chrysomela (βλ. λ. χρυσομήλη). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσομηλίδαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κασσίδα — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες …   Dictionary of Greek

  • λαβιδοστομίς — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες …   Dictionary of Greek

  • λονγκίταρσος — ο γένος εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες, διάφορα είδη τών οποίων προσβάλλουν οπωροφόρα δέντρα και κτηνοτροφικά φυτά …   Dictionary of Greek

  • λοχμαία — η εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες …   Dictionary of Greek

  • μελάσωμα — το ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες …   Dictionary of Greek

  • χαιτοκνήμη — η, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaetocnema < χαίτη + κνήμη] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με χαλκό 2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή (αρχ) χαρακτηρισμός τού… …   Dictionary of Greek

  • χρυσομελίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. χρυσομηλίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”