- χρυσομηλίδες
- και εσφ. τ. χρυσομελίδες, οι, Νζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomelidae < chrysomela (βλ. λ. χρυσομήλη). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσομηλίδαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.